κακομηχανία

κακομηχανία
κακομηχανία, ἡ (AM) [κακομηχανώ]
το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῡ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακομηχανία — κακομηχανίᾱ , κακομηχανία practising of base arts fem nom/voc/acc dual κακομηχανίᾱ , κακομηχανία practising of base arts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομηχανίᾳ — κακομηχανίαι , κακομηχανία practising of base arts fem nom/voc pl κακομηχανίᾱͅ , κακομηχανία practising of base arts fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομηχανίας — κακομηχανίᾱς , κακομηχανία practising of base arts fem acc pl κακομηχανίᾱς , κακομηχανία practising of base arts fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομηχανίαι — κακομηχανία practising of base arts fem nom/voc pl κακομηχανίᾱͅ , κακομηχανία practising of base arts fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομηχανίαν — κακομηχανίᾱν , κακομηχανία practising of base arts fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομηχανίαις — κακομηχανία practising of base arts fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”